Ζούμε σε μια κοινωνία που μεγάλωσε πολλά παιδιά με τον φόβο του «μπαμπούλα», με το «τέρας» που κρύβεται κάτω από κρεβάτι και έρχεται να τιμωρήσει τα παιδάκια που δεν είναι καλά και υπάκουα ή που δεν τρώνε όλο το φαγητό τους.
Μεγαλώνοντας, και μετά από πολλούς άκαρπους ελέγχους κάτω από το κρεβάτι, καταλάβαμε ότι τα πραγματικά «τέρατα», οι μεγαλύτεροι φόβοι, ζούνε μέσα μας, διαμορφώνουν τη σκέψη μας και επηρεάζουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο.
Μπορεί να έχουν διάφορα ονόματα: άγχος, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού, κοινωνική φοβία, βουλιμία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και πολλά ακόμα. Φόβοι, για παράδειγμα, που συνοδεύουν τις σκέψεις κάποιου ότι δε θα τα καταφέρει, ότι είναι αποτυχημένος, ότι θα του κοπεί η ανάσα, θα λιποθυμήσει και θα γίνει ρεζίλι, ότι θα μπερδέψει τα λόγια του μπροστά σε κόσμο, ότι δεν είναι τέλειος γιατί είναι αηδιαστικά χοντρός (και ας είναι λιποβαρής) ή ότι κόλλησε μια θανατηφόρα αρρώστια.
Ο φόβος είναι ένα πραγματικό συναίσθημα και αξίζει να το αναγνωρίζουμε, για να προχωράμε τόσο στα πλαίσια της θεραπείας, όσο και στη ζωή μας γενικότερα. Η αποδοχή και η διαχείριση του φόβου στη θεραπεία αποτελεί πολύ σημαντικό κομμάτι, όπως και η αποδοχή όλων των υπόλοιπων «μη αποδεκτών» συναισθημάτων (πχ ζήλεια, θυμός).
Είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να αισθανόμαστε φόβο και δεν αποτελεί επιλογή να τον εξαλείψουμε, είναι μέρος της ζωής μας. Όλα τα συναισθήματα και όλα τα κομμάτια μας είναι εξίσου σημαντικά και μας κάνουν αυτό που είμαστε. Δεν έχει νόημα να αρνούμαστε τις αρνητικές μας εμπειρίες και τα δύσκολα συναισθήματα που μπορεί να νιώθουμε. Αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, με τις πληγές του, τις δυσκολίες και τους δαίμονες που μπορεί να τον συντροφεύουν, μαθαίνουμε να ζούμε με αυτά και να τα εκφράζουμε με υγιή και λειτουργικό τρόπο.