Η Δέσποινα Λιάπη είναι ψυχολόγος, απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατέχει άδεια άσκησης επαγγέλματος Ψυχολόγου από το 2007 (Α.Π. άδειας: 24/25976) και διατηρεί ιδιωτικό γραφείο στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.
Έχει εκπαιδευτεί μεταπτυχιακά στη Γνωστική - Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία, στην Ελληνική Εταιρεία Έρευνας Συμπεριφοράς. Παράλληλα, έχει παρακολουθήσει πλήθος εκπαιδευτικών σεμιναρίων και συνεδρίων, που αφορούν στο ευρύτερο πεδίο της ψυχοθεραπείας ενηλίκων, ζευγαριών και παιδιών.
Πέρα από την απαραίτητη επιστημονική κατάρτιση και το πόσο «ταιριάζει» κάποιος με τη θεωρητική προσέγγιση του κάθε θεραπευτή, πολύ σημαντικό είναι αυτό που νιώθεις σαν θεραπευόμενος κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας. Νιώθεις ότι σε καταλαβαίνει; Αισθάνεσαι ότι σε ακούει και δεν θα σε κρίνει; Νιώθεις ασφάλεια και άνεση, ώστε να καταφέρεις να προχωρήσεις στην δέσμευση της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας; Οι συστάσεις που αφορούν ένα θεραπευτή, όσο θετικές και να είναι, ενδεχομένως να είναι δευτερεύουσας σημασίας, σε σχέση με την αίσθηση που αφήνει ο θεραπευτής στο κάθε άτομο ξεχωριστά.
Το κινηματογραφικό κλισέ ενός αμίλητου ψυχαναλυτή πίσω από τον καναπέ που ξαπλώνει ο θεραπευόμενος, σίγουρα δεν αφορά τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία. Θεραπευτής και θεραπευόμενος κάθονται σχεδόν αντικριστά ο ένας με τον άλλο και υπάρχει διάλογος μεταξύ τους. Τα παιδικά σου χρόνια είναι χρήσιμα στον βαθμό που διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεσαι και λειτουργείς και συνδέονται με το παρόν, εφόσον η παρέμβαση και οι αλλαγές λαμβάνουν χώρα στο εδώ και τώρα.
Όχι! Σημαίνει ότι αποφάσισες να σταματήσεις να προσπαθείς να φαίνεσαι δυνατός και να δώσεις μια ευκαιρία στον εαυτό σου να εκφράσει και να ερμηνεύσει τα συναισθήματά του. Δεν επισκέπτονται το γραφείο του ψυχολόγου μόνο όσοι έχουν κάποια διάγνωση ή κάποια βαριά ψυχιατρική πάθηση.
Όπως και να έχει, δεν χρειάζεται να νιώθεις ντροπή ή να σκέφτεσαι ότι είσαι αδύναμος, ανεπαρκής ή άρρωστος. Αντίθετα, θέλει δύναμη να παραδεχτείς ότι μπορεί να σου φανεί χρήσιμη η βοήθεια ενός ειδικού και να μπορείς να μιλήσεις για όσα σε απασχολούν με την ίδια ευκολία και απενοχοποίηση, που θα μιλούσες σε ένα γιατρό για μια σωματική ενόχληση.
Από τα βασικά χαρακτηριστικά ενός καλού θεραπευτή είναι η αποδοχή και το γνήσιο ενδιαφέρον για τον θεραπευόμενο. Δεν είναι εκεί για να σε κρίνει, αλλά να σου δώσει τον χώρο να εκφράσεις όλα όσα σε δυσκολεύουν, να σε βοηθήσει να τα ερμηνεύσεις και να τα αλλάξεις στον βαθμό που θέλεις.
Οι ατομικές συνεδρίες είναι κατά βάση εβδομαδιαίες και διαρκούν 50’-60’ λεπτά. Έχει αποδειχθεί ότι η παραπάνω συχνότητα είναι η πιο κατάλληλη, ώστε από τη μια να μην χάνεται η ροή και η σύνδεση του θεραπευόμενου με τη διαδικασία και τον θεραπευτή, αλλά ταυτόχρονα να μεσολαβεί ένα ικανό χρονικό διάστημα στο οποίο να μπορέσει ο θεραπευόμενος να εφαρμόσει όσα συζητήθηκαν στη συνεδρία, να σκεφτεί πάνω σε αυτά και να δοκιμάσει νέους τρόπους συμπεριφοράς. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση στο πόσο καιρό θα κρατήσει. Εξαρτάται από το κάθε άτομο, τι ανάγκες έχει, τι στόχους θέτει με τον θεραπευτή, πόσο γρήγορα προχωρά σε αλλαγές και πόσο διατεθειμένος είναι να αλλάξει στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Έτσι, η ψυχοθεραπεία μπορεί να διαρκέσει από λίγες συνεδρίες σε διάστημα λίγων μηνών, μέχρι και κάποια χρόνια.
Κανένας ψυχολόγος δεν θα σου πει αν θα χωρίσεις ή αν θα παραιτηθείς από τη δουλειά σου. Ο ρόλος του είναι να σε βοηθήσει να καταλάβεις τι ανάγκες έχεις και χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες στρατηγικές να δοκιμάσεις ό, τι κρίνεις ότι είναι καλό για εσένα.
Ο ψυχοθεραπευτής δεν έχει μαγικές δυνάμεις, ώστε να εξαφανίσει όλα τα συμπτώματα, τη δυσφορία ή τις δύσκολες καταστάσεις από τη ζωή σου. Ούτε κατέχει όλες τις απαντήσεις που σε αφορούν και απλά περιμένει να τις δεις και εσύ. Και σίγουρα δεν μπορεί να διαβάσει τη σκέψη σου! Έχει συγκεκριμένη εκπαίδευση, καταλαβαίνει πως συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, πως λειτουργούν τα συναισθήματά τους και με βάση αυτά κατανοεί και τη δική σου κατάσταση και ανακαλύπτετε μαζί τις λύσεις στα θέματα που σε προβληματίζουν.